- ιαστιαιόλιος
- ἰαστιαιόλιος, -ον (Α)(για μουσική κλίμακα) ιωνικός και αιολικός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιαστί + αιόλιος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Ἰαστιαιολίων — Ἰαστιαιόλιος Ionic Aeolic masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰαστιαιόλια — Ἰαστιαιόλιος Ionic Aeolic neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)